αφροντιστώ

αφροντιστώ
(ε) αμετ. быть беззаботным, беспечным

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αφροντιστώ" в других словарях:

  • αφροντιστώ — ἀφροντιστῶ ( έω) (Α) 1. είμαι αμέριμνος 2. είμαι αδιάφορος, δεν δίνω σημασία σε κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀφροντιστῶ — ἀφροντιστέω to be heedless pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀφροντιστέω to be heedless pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροντίστῳ — ἀφρόντιστος thoughtless masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»